ἐρεισμάτων

ἐρεισμάτων
ἔρεισμα
prop
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραύρος — κραῡρος, α, ον, θηλ. και ος (AM) 1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.) 2. εύθραυστος, εύθρυπτος 3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῑον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῑ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • σπληνοπτωσία — η, Ν ιατρ. μετατόπιση τής σπλήνας προς τα κάτω λόγω χαλάρωσης τών ερεισμάτων της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”